προσθαγενής

προσθαγενής
προσθαγενής, ές (written προσσθ-),
A previous,

ϝέργον IG5(2).262.33

(Mantinea, v B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσθαγενής — ές, Α προηγούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσθα, αιολ. τ. τού πρόσθεν + γενής (< γένος < γίγνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”